διόδοτος

διόδοτος
Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Δ. ο Ερυθραίος (4ος αι. π.Χ.). Ένας από τους συντάκτες των Εφημερίδων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Εφημερίδες αυτές περιείχαν λεπτομερή έκθεση της ιδιωτικής ζωής και των πράξεων του Μακεδόνα στρατηλάτη, από όπου άντλησαν πληροφορίες πολλοί ιστορικοί. 2. Δ. Α’ (3ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Βακτριανής. Επαναστάτησε το 250 π.Χ. εναντίον του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Β’, του οποίου ήταν σατράπης. Ανακηρύχθηκε ανεξάρτητος ηγεμόνας ιδρύοντας την ελληνική δυναστεία της Βακτριανής, που διατηρήθηκε επί περίπου 150 χρόνια. Ο Σέλευκος Β’ της Συρίας τον αναγνώρισε επειδή είχε συμμαχήσει μαζί του εναντίον των Πάρθων. 3. Δ. Β’ (3ος αι. π.Χ.). Γιος του προηγούμενου. Συμμάχησε με τον βασιλιά των Πάρθων, Τιριδάτη, εναντίον του Σέλευκου του Καλλίνικου της Συρίας και σκοτώθηκε από τον Ευθύδημο της Μαγνησίας, ο οποίος σφετερίστηκε την αρχή. 4. Γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Νικομήδεια και ήταν γιος του Βοήθου. Ο Πίρο Λιγκόριο ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε μία υπογραφή του μαζί με την υπογραφή του αδελφού του, Μενόδοτου, χαραγμένη πάνω στο ρόπαλο ενός αγάλματος του Ηρακλή. Υπάρχει επίσης μία άλλη υπογραφή του, της οποίας προηγείται το όνομα Ερμής. Θεωρείται ότι η πρώτη πρέπει να είναι γνήσια. 5. Στωικός φιλόσοφος (; – 60 π.Χ.). Άκμασε στη Ρώμη. Αναφέρεται ότι το 85 π.Χ. ήταν δάσκαλος του Κικέρωνα και έμενε στο σπίτι του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του τυφλώθηκε και άφησε την περιουσία του στον Κικέρωνα από ευγνωμοσύνη. Ο Δ. δεν άφησε γραπτό έργο. 6. Γιατρός (1ος αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Ασκληπιάδη. Έζησε επί αυτοκρατορίας Αυγούστου και έγραψε το έργο ΑνθολογούμεναΜυρολογίας, ένα έμμετρο φαρμακολογικό σύγγραμμα.
* * *
-ον
βλ. διόσδοτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Διόδοτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόδοτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόδοτον — Διόδοτος masc/fem acc sg Διόδοτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοδότοιο — Διόδοτος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοδότοιο — Διόδοτος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοδότου — Διόδοτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοδότου — Διόδοτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοδότους — Διόδοτος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοδότους — Διόδοτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διοδότων — Διόδοτος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”